αρμυρήθρα

αρμυρήθρα
η
φυτό ποώδες που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα, μυρίκη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρμυρήθρα — η κοινή ονομασία του φυτού Κορωνόπους ο κατακείμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμύρα + παραγωγ. κατάλ. ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, κερήθρα, μπουρμπουλήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • άλιμος — (I) ἄλιμος, ον (Α) [λιμός] αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα. (II) ἅλιμος, ον (Α) [ἅλς] 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον παραλία, ακροθαλασσιά 3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.)… …   Dictionary of Greek

  • αλισίβα — Όρος με τον οποίο στην τεχνική ορολογία χαρακτηρίζεται ένα αλκαλικό διάλυμα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική liscivium. Η α. παράγεται από την τέφρα των ξύλων, αφού βράσει με νερό. Τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για το πλύσιμο των ασπρορούχων.… …   Dictionary of Greek

  • αλμυρίζω — (Α ἁλμυρίζω Ν και αρμυρίζω) [ἁλμυρός] έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός νεοελλ. Ι ενεργ. 1. γίνομαι αλμυρός 3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά 4. κάνω κάτι αλμυρό 5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό 6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με… …   Dictionary of Greek

  • αρμυρούδι — το [αρμυρός] η αρμυρήθρα …   Dictionary of Greek

  • θησείο — Λανθασμένη ονομασία, που όμως έχει επικρατήσει, του ναού του Ηφαίστου στην Αθήνα. Ιδρύθηκε την εποχή του Περικλή (5ος αι. π.Χ.) και αποτελεί έξοχο δείγμα του αττικού δωρικού ρυθμού. Ειδικότερα, πρόκειται για διπλό εν παραστάσει περίπτερο δωρικό… …   Dictionary of Greek

  • πάραλος — Ιερή τριήρης της αρχαίας Αθήνας, που μαζί με το άλλο ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία εχρησιμοποιείτο για επείγουσες κρατικές υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό είχε μόνιμο πλήρωμα, που βρισκόταν συνεχώς σε ετοιμότητα. Οι δύο αυτές τριήρεις είχαν πάρει τα… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • αλμυρήθρα — αλμυρήθρα, η και αρμυρήθρα, η ονομασία διάφορων φυτών που αναπτύσσονται σε παραθαλάσσιες περιοχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”